ῥοδίζει

ῥοδίζει
ῥοδίζω
to be like the rose
pres ind mp 2nd sg
ῥοδίζω
to be like the rose
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… …   Dictionary of Greek

  • ρόδισμα — το, Ν [ροδίζω] 1. το να ροδίζει, να παίρνει κάτι το χρώμα τού ρόδου («το ρόδισμα της Ανατολής») 2. το ροδοκοκκίνισμα φαγητού ή γλυκού …   Dictionary of Greek

  • ροδίζω — ισα, παίρνω ή έχω το χρώμα του τριαντάφυλλου, κοκκινίζω: Άρχισε να ροδίζει (το πρωί, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”